- ἀνακοινοῦμαι
- ἀνακοινέωpres ind mp 1st sg (attic epic doric aeolic)ἀνακοινόωcommunicatepres ind mp 1st sgἀνακοινόωcommunicatepres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προανακοινούμαι — όομαι, Α 1. ενώνω εκ τών προτέρων 2. παίρνω μέρος μαζί με άλλον, συμμετέχω εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀνακοινοῦμαι «ενώνομαι, επικοινωνώ, συγκοινωνώ»] … Dictionary of Greek